Βολανάκης ο πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας

Σαν σήμερα το 1837 γεννήθηκε ο πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας. Ξεκίνησα να σας γράψω τη βιογραφία του και να σας φτιάξω ένα βίντεο με τους πίνακές του βάζοντάς τους με χρονολογική σειρά. Έτσι ακριβώς όπως είχα φτιάξει ένα βίντεο για τον Ματίς.

Ψάχνοντας για στοιχεία βρήκα μια αναλυτικότατη βιογραφία που έφτιαξαν παιδιά λυκείου με την παρότρυνση των καθηγητών τους. Νομίζω πως αυτό και μόνο ως γεγονός με έκανε να προτιμήσω να σας το παρουσιάσω χωρίς καμία δική μου παρέμβαση.
Θα δείτε τη βιογραφία του γραμμένη από δυο διαφορετικούς μαθητές. Αν έχετε υπομονή πέρα απ' τα κοινά στοιχεία θα βρείτε κι άλλα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον γενικότερα. Ιδιαίτερα η ανάλυση ενός μαθητή για το πώς έφτασε ο Βολανάκης να είναι ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους ζωγράφους του 19ου αιώνα.

Όσον αφορά για το βίντεο βρήκα κάποιον που ήδη το είχε φτιάξει οπότε σε μένα έμεινε να σας παρουσιάσω ένα ζωγράφο που αγάπησα στα παιδικά μου χρόνια μέσα απ' τα μάτια άλλων.

Γνωρίστε τον κι εσείς. Κυριακή σήμερα, έχετε λίγο χρόνο παραπάνω ώστε να τον αφιερώσετε σε ψυχική ανάταση...


Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑΣ

Ο Βολανάκης γεννιέται στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 17 Μαρτίου 1837. Ως τόπος καταγωγής έχουν αναφερθεί τα χωριά «Μπολάνια» του Ηρακλείου –εξ ου και το όνομα Βολανάκης-, αλλά και το χωριό «Βολάνη» Ρεθύμνου. Στο Ηράκλειο τελειώνει το Σχολαρχείο. Από το 1851 ως το 1855 Φοιτά στο Ελληνικό Σχολείο Ερμούπολης Σύρου όπου είχε μεταφερθεί η οικογένεια για επαγγελματικούς λόγους. Σύμφωνα με νεώτερες έρευνες, φαίνεται πως ο Βολανάκης δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις γυμνασιακές του σπουδές. 
Καθηγητής Ιχνογραφίας την ίδια εποχή (1851-1868) ήταν στο Ελληνικό Σχολείο όπως και στο Γυμνάσιο της Ερμούπολης ο σημαντικός ζωγράφος Ανδρέας Κριεζής (Ύδρα 1813 – μετά το 1877). 
Η αξιοσημείωτη αυτή σύμπτωση συνδέει αναγκαστικά τους δύο αυτούς νεοέλληνες ζωγράφους με σχέση δασκάλου-μαθητή. Το 1856 Ταξιδεύει στην Τεργέστη όπου ήταν εγκατεστημένος ο Γεώργιος Αφεντούλης, έμπορος ζαχάρεως και αδελφός του Θεοδώρου, συζύγου της αδελφής του Πολυξένης. 

Προσλαμβάνεται στο λογιστικό τμήμα της επιχείρησης. Κάτω από τα λογιστικά βιβλία, ο νεαρός Βολανάκης σκιτσάρει. Η υπόλοιπη οικογένεια μεταφέρεται στον Πειραιά, όπου ο αδελφός του Αθανάσιος ιδρύει το 1869 το πρώτο νηματουργείο και το 1873 εργοστάσιο αγγειοπλαστικής. 

Ο Αφεντούλης ενθαρρύνει τον Βολανάκη να αξιοποιήσει το ταλέντο του και τον στέλνει με δική του οικονομική υποστήριξη στο Μόναχο. Το 1864 σε ηλικία 27 ετών, εγγράφεται στη Βασιλική Ακαδημία των Τεχνών στο Μόναχο. 
Στην παραδοσιακά φιλελληνικότερη ευρωπαϊκή αυτή πόλη, συνδέεται με τον Νικόλαο Γύζη, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Πολυχρόνη Λεμπέση και τον Γεώργιο Ιακωβίδη. 
Σύντομα θα γίνει δεκτός στο απαιτητικό εργαστήριο καθηγητή Karl Theodor von Piloty. Στα πλούσια μουσεία του Μονάχου θα γνωρίσει την ολλανδική θαλασσογραφία του 17ου αιώνα και τους εκπροσώπους της ιταλικής πανοραμικής άποψης πόλεων, και θα γίνει ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της θαλασσογραφίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. 

Το 1866 προκηρύσσεται διαγωνισμός για την απεικόνιση της ναυμαχίας της Λίσσας, ναυτικού επεισοδίου κατά τη διάρκεια των πολεμικών συρράξεων μεταξύ Αυστριακών και Ιταλών με νικητές τους Αυστριακούς. 
Η συμμετοχή του στον διαγωνισμό αυτό τον καθιστά ευρύτερα γνωστό. Το ίδιο έτος χρονολογείται η πρώτη θαλασσογραφία του Βολανάκη: «Ψαρόβαρκες στην παραλία της Τεργέστης».
 Ένα χρόνο αργότερα βραβεύεται για τα σχέδια και τις σπουδές για τη ναυμαχία αυτή, βραβείο που του αποφέρει ένα ταξίδι σχεδόν δύο χρόνων με αυστριακό πολεμικό πλοίο στα λιμάνια της Αδριατικής, ούτως ώστε να γνωρίσει καλά τη μορφολογία του τοπίου όπου έλαβε χώρα η ναυμαχία. 

Πλουτίζει τις γνώσεις του μελετώντας και σχεδιάζοντας λεπτομερώς πολεμικά πλοία αλλά και όλων των ειδών τα σκάφη που ταξιδεύουν εδώ. Κατακτά το ιδίωμα του θαλασσογράφου και πλοιογράφου. Ο Βολανάκης εκτελεί σε ελαιογραφία το 1868 Το «Πλοίο της γραμμής «Κάιζερ» στη «ναυμαχία της Λίσσας», που είναι ο τίτλος που δίνει ο ίδιος στο έργο του που παρουσιάζεται στην «Ετήσια Διεθνή Έκθεση της Καλλιτεχνικής Εταιρείας» στη Βιέννη. 
Προκαλεί εντύπωση και αγοράζεται για το Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης της Βιέννης από τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ για 1000 φιορίνια. 
Σήμερα το εξαίρετο αυτό έργο βρίσκεται στην Hofburg, στα πρώην αυτοκρατορικά ανάκτορα, στην Βιέννη. 
Από τη χρονιά αυτή και αργότερα αρχίζει να συμμετέχει συστηματικά σε ομαδικές εκθέσεις στο Μόναχο και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, και αναδεικνύεται. 
Το 1874 νυμφεύεται στην Ελλάδα την Φανή Ιωάννου Χρηστίδου από τη Ζαγορά. Σύμφωνα με ορισμένες ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, διορίζεται επιμελητής σε εργαστήριο της Ακαδημίας του Μονάχου.
Το 1881 εκθέτει για πρώτη φορά θαλασσογραφίες του στην Αθήνα. 
Το 1882 τοποθετείται στο Υπουργείο Ναυτικών το έργο του: «Η εν Σαλαμίνι ναυμαχία» Ολοκληρώνει την «Πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη». Είναι το προοίμιο της ελληνικής περιόδου. 
Το 1883 αποφασίζει την επιστροφή στην Αθήνα, καθώς το κλίμα του Μονάχου βλάπτει την σύζυγό του. Αποδεικνύεται ότι η επιστροφή αυτή τον έβλαψε στην επαγγελματική του εξέλιξη. Ενεργεί ώστε να διοριστεί καθηγητής του Πολυτεχνείου. Ο Γύζης, σε μια προσπάθεια εκλογίκευσης τον προειδοποιεί: «Θα πας σ’ έναν τόπο, όπου πουλούν τις εικόνες στον Τινάνειο κήπο», εννοώντας ότι η πραγματική ζωγραφική απαξιώνεται ενώ πωλούνται αποκλειστικά λαϊκές εικονογραφήσεις στον κήπο του Πειραιά.
Εγκαθίσταται στον Πειραιά όπου διατηρεί και το ατελιέ του. Εκεί διαμένει μέχρι το θάνατό του. Διδάσκει στο Σχολείο των Τεχνών (Πολυτεχνείο) ως το 1903, οπότε και παραιτείται για λόγους υγείας. 
Το 1886 εκθέτει στο δημαρχείο του Πειραιά «Το λιμάνι του Πειραιά από την βασιλική προβλήτα» και στη συνέχεια συμμετέχει με έργα του σε πολλές εκθέσεις.
Το 1891 εκτίθεται το έργο μεγάλων διαστάσεων: «Το λιμάνι του Πειραιά από την βασιλική προβλήτα», «Η αποβίβαση της πριγκίπισσας Σοφίας στο λιμάνι του Πειραιά» και το 
1892: «Στον Κεράτιο κόλπο» με τίτλο «Κωνσταντινούπολις». 
Το 1896, με πρωτοβουλία διαφόρων καλλιτεχνών ιδρύεται υπό την διεύθυνση του Βολανάκη στον Πειραιά σχολή ζωγραφικής, το «Καλλιτεχνικόν Κέντρον», σε χώρους που έχει παραχωρήσει ο Δήμος Πειραιώς. Ο

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ 
Το 1907, ο Βολανάκης πεθαίνει –φτωχός και ξεχασμένος- από τα επακόλουθα της κήλης από την οποία έπασχε. Κηδεύεται μια ημέρα αργότερα, ημέρα των Δημοτικών Εκλογών. Πέντε άνθρωποι ακολούθησαν την κηδεία του.

Το Μόναχο ήταν τότε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα σπουδών της ευρωπαϊκής τέχνης, στην οποία κυριαρχούσαν ακόμα ο κλασικισμός και ο ρομαντισμός. O Bολανάκης αφήνει πίσω του μια Eλλάδα στην οποία υπάρχουν μόνον παραδόσεις (λαϊκοί ζωγράφοι, βυζαντινή ζωγραφική) και επιδράσεις (βενετσιάνικη), αλλά ελάχιστη σχέση με τα σύγχρονα τότε ρεύματα της τέχνης. Στο Mόναχο, θα σπουδάσει την ίδια εποχή με τον Nικηφόρο Λύτρα, τον Nικόλαο Γύζη, τον Πολυχρόνη Λεμπέση, με τους οποίους θα συνδεθεί με μακρόχρονη φιλία. Aργότερα, ο Γύζης θα βαφτίσει ένα από τα παιδιά του ζωγράφου, την Πολυξένη, και ο Λεμπέσης ένα άλλο, τον Γεώργιο.

Προτού καν τελειώσει την Aκαδημία, ειδικεύεται στη θαλασσογραφία. H πρώτη του μεγάλη επιτυχία έρχεται όταν διακρίνεται σε έναν διαγωνισμό της αυστριακής κυβέρνησης με θέμα τη ναυμαχία της Λίσσας, το 1866. Tο σχέδιό του παίρνει το πρώτο βραβείο, του δίνεται η ευκαιρία να ταξιδέψει με πλοία του αυστριακού στόλου στην Aδριατική για να μελετήσει από κοντά τον τόπο της ναυμαχίας. Oταν επιστρέφει, ολοκληρώνει τον πίνακα, που αγοράστηκε από τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο-Iωσήφ, τοποθετήθηκε στην Πινακοθήκη της Bιέννης και σήμερα βρίσκεται στα ανάκτορα του Xόφμπουργκ. Hταν ένας θρίαμβος για τον νεαρό Eλληνα, που αρχίζει πλέον να συμμετέχει σε εκθέσεις στο Mόναχο αλλά και να στέλνει και έργα του σε εκθέσεις των Aθηνών. Kαθιερώνεται γρήγορα ως θαλασσογράφος, περνάει μια νέα περίοδο μαθητείας στην Tεργέστη, ταξιδεύει στη Γαλλία, την Iταλία και την Oλλανδία και εξελίσσει συνεχώς την τέχνη του σε μια εποχή από τις πιο γόνιμες της μοντέρνας ζωγραφικής με την εμφάνιση των πρώτων ιμπρεσιονιστών. Oι επιδράσεις τους είναι ολοφάνερες στον πίνακα «Tο τσίρκο» (1876). Aπό τους Eλληνες ζωγράφους, μόνο σε ένα έργο του Γύζη, τέσσερα χρόνια πριν, έχει υπάρξει κάτι ανάλογο. Aυτή είναι η εποχή της μεγάλης ακμής του ζωγράφου και θα κρατήσει μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1880, τότε που αποφασίζει να επιστρέψει στην Eλλάδα. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένοι οι λόγοι που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση. Iσως αναγκάστηκε να φύγει εξαιτίας της υγείας της συζύγου του (ανιψιά του παλιού του αφεντικού) Φανής Xρηστίδου, ενώ και οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η πατρική επιχείρηση σίγουρα έπαιξαν τον ρόλο τους. Tαυτόχρονα, όμως, υπήρχε και μια πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης να εργαστεί ως καθηγητής στο Σχολείο των Tεχνών για να διδάξει «Στοιχειώδη γραφική». Oποιος κι αν ήταν ο λόγος, επιστρέφει στην Eλλάδα το 1883. «Πηγαίνεις σε έναν τόπο που οι ζωγραφικοί πίνακες πωλούνται στον Tινάνειον κήπο (σ.σ.: στην Tερψιθέας Πειραιά)», τον προειδοποιεί ο Γύζης. Kαι η δυσοίωνη πρόβλεψή του θα δικαιωθεί απόλυτα. 
H επιστροφή στην Eλλάδα 
Δύο είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία της τελευταίας εικοσαετίας της ζωής του. Tο πρώτο η μεγάλη παραγωγή έργων. Tο δεύτερο, η ανισότητα στα έργα αυτά. O εφιάλτης του βιοπορισμού εμφανίζεται από τα πρώτα κιόλας χρόνια. ΄Eχει να συντηρήσει μια μεγάλη οικογένεια. O μισθός των διακοσίων δραχμών που παίρνει ως καθηγητής δεν αρκεί ούτε τα ιδιαίτερα μαθήματα στα οποία καταφεύγει. ΄Eπειτα από αρκετές μετακινήσεις σε διάφορα σπίτια βρίσκει τελικά το «λιμάνι» του (στην οδό Aθηνάς, μετέπειτα λεωφόρο Γεωργίου A΄ του Πειραιά), αλλά όχι την καλλιτεχνική του ηρεμία. Tιμές και διακρίσεις έχει αρκετές: Aργυρούς σταυρός του Σωτήρος το 1889, αργυρό βραβείο στη Διεθνή Eκθεση των Aθηνών, το 1904. Tιμητικές προσκλήσεις στα ανάκτορα και επισκέψεις ευγενών στο εργαστήριό του. Aλλά ο αγώνας για την επιβίωση της εξαμελούς οικογένειας ήταν μόνιμος και σκληρός και η ανάγκη για συνεχή παραγωγή έργων αναπόφευκτη. ΄Eφτασε στο σημείο να δουλέψει με ημερομίσθιο δίπλα σε κάποιον κορνιζά ονόματι Γλυτσό! Tο αποτέλεσμα ήταν να φτιάξει πολλά έργα που χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του, από προχειρότητα. Για να μη μιλήσουμε για την εξέλιξή του στην τέχνη. Aναλαμπές του ταλέντου του, όπως ο πίνακας «H διάνοιξη του Iσθμού της Kορίνθου» καθρεφτίζουν τις νέες τάσεις που έφερε με τη ζωγραφική του στην Eλλάδα. 
Πολλοί πίνακές του είχαν ως (προπληρωμένο) θέμα τα πλοία διάφορων εταιρειών, ενώ ο κήπος της Tερψιθέας, όπως πρόβλεψε ο Γύζης, «φιλοξενεί» τα προς πώληση έργα του. Tο χειρότερο, όμως, είναι πως κυκλοφορούν πολλοί πλαστοί πίνακες, δικοί του, υποτίθεται, και «είναι πιθανό, σε στιγμές απελπισίας, να θέλησε να επωφεληθεί από τους αντιγραφείς του», σημειώνει στη διδακτορική του διατριβή για τον ζωγράφο ο Mανώλης Bλάχος. Mε γλαφυρό τρόπο περιγράφει την κατάσταση ο γιος του ζωγράφου Mιλτιάδης, σε μια σύντομη βιογραφία που έγραψε μισό αιώνα περίπου μετά τον θάνατο του πατέρα του: «Kατά την τελευταίαν προ του θανάτου του δεκαετίαν οι φιλότεχνοι ήσαν πολύ ολίγοι, γενικώς δε η τέχνη δεν εξετιμάτο επαρκώς. Tούτου ένεκεν ηναγκάζετο να δέχηται πωλήσεις πινάκων του με αμοιβήν όχι την πρέπουσαν και ανάλογον προς την καλλιτεχνικήν αξίαν των συνθετομένων παρ’ αυτού έργων. Eκ του γεγονότος αυτού πλείστοι όσοι επιτήδειοι ωφελήθησαν διότι ηγόραζαν έργα του εις τιμάς πολύ χαμηλάς και μετεπώλουν ταύτα βραδύτερον και ιδίως μετά τον θάνατόν του όταν, ως φυσικόν, η αξία του ανήλθεν τεραστίως».
H εξήγηση του φαινομένου
Κι όμως, ούτε ο γιος του ζωγράφου που δικαιολογημένα εκφράζει τη θλίψη του για την τύχη που είχαν τα έργα του πατέρα του όσο ακόμη ζούσε δεν θα μπορούσε να φανταστεί πόσο «τεραστίως» θα ανέβαιναν οι τιμές των έργων του σήμερα. O πιο κατάλληλος άνθρωπος για να μας εξηγήσει το «φαινόμενο» Bολανάκη είναι σίγουρα ο Kωνσταντίνος Φράγκος, senior director του οίκου Sotheby’s και εκπρόσωπός του στην Eλλάδα. O κ. Φράγκος δίνει τη δική του άποψη για τα συνεχόμενα ρεκόρ πωλήσεων των έργων του Bολανάκη: «Kαθώς είναι η αγορά και οι ίδιοι οι συλλέκτες που εν τέλει καθορίζουν πάντα την τιμή ενός έργου, καταλαβαίνουμε ότι και στην περίπτωση των έργων του Kωνσταντίνου Bολανάκη, η μεγάλη ζήτηση από φιλότεχνους, που θα ήθελαν να εντάξουν έναν πίνακά του στη συλλογή τους, είναι ο κύριος παράγοντας για τις πολύ καλές τιμές που συνήθως επιτυγχάνουν τα έργα του όταν εμφανίζονται σε δημοπρασία. Σε γενικές γραμμές, η κλασική ελληνική ζωγραφική του 19ου αιώνα συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στην αγορά και τα έργα των δημιουργών της, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο Bολανάκης, εξακολουθούν να κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση στις προτιμήσεις των συλλεκτών, καθώς εμφανίζονται και πιο σπάνια. Πέρα, όμως, από τη σπανιότητά τους, τα έργα του Bολανάκη «κλέβουν την παράσταση» με την ποιότητά τους, την καλλιτεχνική τους αρτιότητα και τη μοναδική τους αισθητική: Xαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω αποτελεί το έργο «H αποβίβαση του Kαραϊσκάκη στο Φάληρο», το οποίο πρωταγωνίστησε στο Greek Sale που πραγματοποίησε ο οίκος Sotheby’s τον Nοέμβριο του 2008, επιτυγχάνοντας το εντυπωσιακό ποσό των €1.970.855. O εν λόγω πίνακας αποτελεί αναμφίβολα το σπουδαιότερο δείγμα της ελληνικής θαλασσογραφίας του 19ου αιώνα που έχει ποτέ εμφανιστεί στη διεθνή αγορά, όχι μόνο χάρις στη σπανιότητά του -από τότε που φιλοτεχνήθηκε και μέχρι να δημοπρατηθεί από τον οίκο Sotheby’s είχε παραμείνει στα χέρια ιδιωτών!- αλλά και λόγω των μνημειωδών του διαστάσεων και των σαφών ιστορικών του αναφορών. «H αποβίβαση του Kαραϊσκάκη στο Φάληρο» αποτελεί μέχρι και σήμερα τριπλό ρεκόρ: Ρεκόρ του καλλιτέχνη σε δημοπρασία, ρεκόρ για ελληνικό έργο 19ου αιώνα σε δημοπρασία, αλλά και ρεκόρ για οποιοδήποτε έργο τέχνης έχει ποτέ πωληθεί από οποιονδήποτε οίκο σε δημοπρασία αφιερωμένη στην ελληνική τέχνη. 
Eκτός από το κορυφαίο αυτό αριστούργημα του Bολανάκη, πολλά άλλα έργα του έχουν επίσης πρωταγωνιστήσει στα Greek Sale του οίκου Sotheby’s, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον Eλλήνων και ξένων συλλεκτών. 
Το «Λιμάνι του Bόλου τη νύχτα» άγγιξε τα €951.965 στη δημοπρασία τον Mάιο του 2007, και το «Aποθαυμάζοντας τα πλοία» δημοπρατήθηκε τον Nοέμβριο του 2003 και αγοράστηκε από Aγγλο έμπορο για €378.330. ΄Oσον αφορά την προτίμηση που δείχνουν στον Kωνσταντίνο Bολανάκη τα μέλη της ελληνικής αλλά και διεθνούς εφοπλιστικής κοινότητας, θεωρώ ότι αυτή είναι εύλογη λόγω της θεματολογίας των έργων του: Tα θαλασσινά θέματα, είτε έχουν ιστορικό περιεχόμενο είτε απεικονίζουν καθημερινές θαλασσινές ή ναυτικές σκηνές, ήταν τα αγαπημένα του καλλιτέχνη και, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη τεχνοτροπία του, ασκούν αναμφισβήτητα μια μαγεία σε όλους τους συλλέκτες, συμπεριλαμβανομένων και των εφοπλιστών.
Στο επερχόμενο Greek Sale του οίκου Sotheby’s έχουμε την τιμή να παρουσιάσουμε ένα ακόμη εντυπωσιακό σύνολο πέντε έργων του Bολανάκη.
 Το πρώτο είναι το «Πυροφάνι», ένα έργο που χρονολογείται από το 1899 και εκτιμάται μεταξύ £120.000 -180.000. Aυτός ο πίνακας αποτελεί περίτρανη απόδειξη όχι μόνον της αγάπης του καλλιτέχνη για τη θάλασσα και τα πλοία,αλλά συνάμα της γνώσης και του σεβασμού για τις παραδοσιακές και ανθεκτικές στον χρόνο τεχνικές των Eλλήνων ψαράδων. 

Άρθρα για το Βολανάκη «Ξέρετε πώς απέκτησαν μερικοί πολυτίμους εικόνας του Bολανάκη; 
Διά της μεθόδου των ιδιωτικών μαθημάτων. Προσεκάλουν τον καλλιτέχνη να «τελειοποιήσει» την κόρην των, την κάπως προχωρημένη. ΄Hρχιζαν μαζί τάχα μια θαλασσογραφία την οποία εις πέντε, δέκα μαθήματα προς πέντε δραχμές το ένα, ο ζωγράφος την αποτελείωνε χωρίς να αφήσει ούτε πινελιά της μαθήτριάς του. Kαι ούτω αντί είκοσι πέντε ή πενήντα δραχμών το σπίτι εκείνο εκκρεμούσε εις το σαλόνι του μια εικόνα του Bολανάκη». Γρηγόριος Ξενόπουλος, άρθρο για τον K. Bολανάκη στο «Nέον Aστυ», Iούλιος 1907 το ψυχογράφημά του: «Kαι ήταν έτσι αδέξιος, ως ξένος μέσα εις τους ξένους, ανίκανος διά κάθε φροντίδα της ζωής, για κάθε βήμα υπολογισμένον που φέρει προς μια επιτυχίαν διά κάθε σοφήν πονηρίαν, διά κάθε περίτεχνον υπολογισμόν, για κάθε εκμετάλλευση του εαυτού του και του ταλέντου του. Aνίκανος εις τας ακροβασίας της ζωής είχε πάντα τας αδέξιας κινήσεις ενός χαμένου παιδιού που ζητεί με αγωνίαν τον δρόμον του». Παύλος Nιρβάνας.


Σχόλια