Ο Μάνος Χατζιδάκις μιλά για την 28η Οκτωβρίου 1940

Θα παρακαλέσω να μπει ο ήχος στη μεγαλύτερη έντασή του. 

Ας ελπίσουμε κάποια στιγμή η λέξη «πόλεμος» ν' αφαιρεθεί απ' τα λεξικά του κόσμου.



Η «Ειρήνη» ζωγραφισμένη απ' τα χεράκια των παιδιών


Αποτέλεσμα εικόνας για το περιστέρι της ειρήνης ζωγραφισμένη από παιδια
Πηγή φωτ/φίας:vasiliamonemvasia.wordpress.com

Και τώρα...



πόλεμος(ο) (πολέμ-ου/-ων, -ους) 1. η ένοπλη σύρραξη ανάμεσα σε κράτη ή μεταξύ ομάδων εντός του ίδιου κράτους : επιθετικός / αμυντικός / κατακτητικός / εθνικοαπελευθερωτικός /  θρησκευτικός /  ιερός (βλ.λ) / παγκόσμιος / τοπικός / εμφύλιος / ακήρυκτος / κατά ξηρά /  κατά θάλασσα / αστραπιαίος/
χημικός / βιολογικός / ατομικός / πυρηνικός / ηλεκτρονικός  - // βρισκόμαστε σε - με (κάποια χώρα) // ανάπηρος πολέμου // τα ορφανά τού - //  το 1940 η Ιταλία κήρυξε τον - στην Ελλάδα// γίνεται / διεξάγεται / ξεσπά- //  - μέχρις εσχάτων / χαρακωμάτων // χάνω / κερδίζω τον - // πρώτος / δεύτερος παγκόσμιος - (βλ.λ.) παγκόσμιος // «- πάντων πατήρ» (Ηράκλειτος) 
ΑΝΤ. ειρήνη 
ΦΡ (α) αιτία πολέμου (λατ. casus belli) βλ.λ. αιτία (β) ακήρυκτος πόλεμος βλ.λ. ακήρυκτος (γ) έγκλημα πολέμου (το) κάθε πράξη που αντιβαίνει προς το Δίκαιο τού Πολέμου (ειδικότ.) κάθε παραβίαση των κανόνων μεταχειρίσεως των αιχμαλώτων πολέμου, καθώς και οι δολοφονίες, κακοποιήσεις, εκτοπίσεις ή διώξεις (πολιτικές, φυλετικές, θρησκευτικές) του αμάχου πληθυσμού είτε κατά την έναρξη είτε κατά τη διάρκεια τού πολέμου : καταδικάζομαι για / διαπράττω - (δ) εγκληματίας πολέμου (ο) πρόσωπο που έχει διαπράξει εγκλήματα πολέμου: ο Κλάους Μπάρμπι καταδικάστηκε από γαλλικό δικαστήριο το 1987 ως - (ε) Ψυχρός Πόλεμος βλ. λ. ψυχρός 2. η ιδιαίτερη μορφή αγώνα εναντίον του εχθρού, ο οποίος διεξάγεται παράλληλα προς την ένοπλη σύγκρουση: ψυχολογικός - // - φθοράς: ΦΡ. πόλεμος νεύρων βλ. λ. νεύρο (μτφ) 3. η έντονη σύγκρουση : - των στοιχείων τής φύσης // τα στελέχη τού κόμματος έχουν επιδοθεί σε εξοντωτικό - μεταξύ τους // χωρίς αρχές - // οικονομικός - 4. ο έντονος αγώνας (εναντίον κάποιου): ο Τύπος εξαπέλυσε - εναντίον της κυβέρνησης // ο - κατά της τρομοκρατίας / κατά του αναλφαβητισμού και της αμάθειας / κατά των ναρκωτικών// διεξάγω - εναντίον κάποιου (+ γεν.) 5. η συντονισμένη προσπάθεια, ο έντονος αγώνας (για συγκεκριμένο αντικείμενο ή με συγκεκριμένα μέσα): - τιμών ξέσπασε ανάμεσα στα ανταγωνιζόμενα πολυκαταστήματα 6. η συνεχής ανταλλαγή (λεκτικών σχημάτων) ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες ομάδες στο πλαίσιο οξείας αντιπαραθέσεως: -θέσεων / λέξεων / ανακοινώσεων / δημοσιευμάτων / διαψεύσεων. ΣΧΟΛΙΟ λ. πληθυσμιακός.
[ΕΤΥΜ.< αρχ. πόλεμος / πτόλεμος (επικ. τ. πβ. ανθρωπωνύμια Νεοπτόλεμος, Πτολεμαίος, μυλ.  po -to-re-ma-ta = Πτολεμάτας) < ρ. πελεμίζω, αρχική σημ. «πάλλω (το δόρυ) - αγωνίζομαι, κοπιάζω». Ερμηνευτικά προβλήματα εγείρει η εναλλαγή των π. / πτ-  στην αρχή τής λ. (πβ. κ πόλις / πτόλις). Ως προς την ετυμ. το ρ. πελεμίζω ανάγεται πιθ. σε αμάρτυρο ουδ * Πέλεμα και συνδ. με αρχ. γερμ. fele «φόβος», γοτθ. us-fil-ma «τρομαγμένος», αρχ. σκανδ. felms-fullr «τρομακτικός, φοβερός», πιθ. κ. αρμ. alm-uk «ταραχή». Η άποψη αυτή οδηγεί σε σύνδεση με την ευρεία λεξιλογική οικογένεια των λ. πάλλω, παλμός, πλησίον, πέλας (βλ.λ.)].
Γ. Μπαμπινιώτης


Σχόλια