Η λέξη της ημέρας



ραστώνη(η) /χωρ.πληθ./ (λογ.) 1. η τάση αδράνειας και παθητικής αποδοχής των πραγμάτων, η έλλειψη ενεργού ενδιαφέροντος: τέτοια μεγάλα προβλήματα αντιμετωπίζονται με αγώνες και όχι με τη - που χαρακτηρίζει την επαναπαυμένη κοινωνία μας ΣΥΝ νωθρότητα, ραθυμία, νωχέλεια, αδράνεια 
2. η ηπιότητα των αντιδράσεων, η απουσία εξάρσεων ή δυναμισμού: αυτόν τον καιρό παρατηρείται ένα κλίμα ραστώνης στην αντιπολίτευση.
[ΕΤΥΜ.<αρχ. ραστώνη<ράστος (υπερθ. βαθμός τού επιθ. ράδιος «εύκολος, άνετος») επίθημα -ώνη. Το επίθ. ράστος/ρήιστος ανάγεται στο επίρρ. ρά «εύκολα, άνετα» (για το οποίο βλ. λ. ράθυμος) και την υπερθ. κατάλ. -ιστος)

Γ. Μπαμπινιώτης

Σχόλια