Η λέξη της ημέρας


σφυρό (το) συνήθ. στον πληθ.) ο αστράγαλος; σημάδια / πόνος στα -.
{ΕΤΥΜ. < αρχ. σφυρόν < θ. * sphr-, συνεσταλμ. βαθμ. (με αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -r- ως -υρ- αντί -αρ, πβ. κ αγύρτης) τού Ι.Ε. * sp(h)er- «πηδώ, τινάζω, σπαρταρώ», πβ. σανσκρ. sphurati «πηδώ, τρέμω», αρχ. γερμ. spuri-halz «χωλός, κουτσός» (δηλ. με παραλυμένους αστραγάλους;), spor «ίχνος πέλματος» (>γερμ.Spur), sporo «σπιρούνι, πταρνιστήρας», λιθ. spiriu «ποδοπατώ, σπρώχνω» κ.α. Ομορρ. αρχ. σπαίρ-ω (βλ. λ. σπαρταρώ), σφαίρ-α, σφύρ-α]
Γ. Μπαμπινιώτης

Σχόλια