Η λέξη της ημέρας


επίταση (η) [κ. επιτάσ-εως -εις, -εων] (λόγ.) 1. η αύξηση τής εντάσεως: - προβλήματος / κρίσης 
ΣΥΝ. ενίσχυση, δυνάμωμα ΦΡ. (α) επίταση σημασίας η ενίσχυση τής σημασίας λέξεως ή φράσεως με τη χρήση άλλων (πρόσθετων) γλωσσικών στοιχείων (β) μετ' επιτάσεως έντονα, εμφατικά 2. (ειδικότ.) ΙΑΤΡ. η χειροτέρευση μιας ασθένειας 
ΣΥΝ. επιδείνωση, υποτροπίαση.
[ΕΤΥΜ. <αρχ. επίτασις < επιτείνω].
Γ. Μπαμπινιώτης

Σχόλια