Η ιστορία του θεού Πάνα

Να ξέρετε πως στο νησί μας στη Σαμοθράκη, φυσούν δυνατοί αέρηδες. Άνοιξε ο Αίολος τον ασκό του. Σαν αποτέλεσμα αυτών, έχουμε διακοπές ρεύματος. Η επικοινωνία μαζί σας να ξέρετε πως θα είναι δύσκολη, γι' αυτό ζητώ την κατανόησή σας.
Μα όσο κι αν φυσά, η μέρα είναι όμορφη, συννεφιασμένη, ότι πρέπει για ιστορίες.
Ακούστε λοιπόν, την ιστορία του Πάνα. Για να ξεφύγετε απ' τα καθημερινά. Σαν τα παιδιά να 'χετε κι εσείς να ονειρευτείτε. Να γλυκάνετε τα αυτιά σας. Να μην τρομάζετε μ' όλα αυτά που υπάρχουν γύρω σας κι αναστατώνουν το μέσα σας.


Ο Παν, αν κι ήταν θεός, προτιμούσε να ζει ευχαριστημένος κοντά στη φύση, στη γη της Αρκαδίας.
Ακούστηκε πως τον απέκτησε ο Ερμής με τη Δρυόπη ή με τη Νύμφη Οινηίδα ή με την Πηνελόπη, τη γνωστή σύζυγο του Οδυσσέα, που την επισκέφθηκε με μορφή κριαριού ή με την Αμάλθεια τη Γίδα.
Όλα αυτά βέβαια είναι κουτσομπολιά και λίγο μας ενδιαφέρουν, το σημαντικό είναι πως ο Παν ήταν άσχημος. Τόσο άσχημος, με κέρατα, γένια, ουρά και τραγοπόδαρα, ώστε η μητέρα του τον παράτησε κι έφυγε τρέχοντας απ' τον φόβο της. Ο Ερμής τον πήρε και τον ανέβασε στον Όλυμπο για να διασκεδάζουν οι θεοί. Αλλά για καλή του τύχη ο Πάν ήταν ομογάλακτος αδελφός του Δία... 
Τα πράγματα είναι λίγο μπερδεμένα όπως διαπιστώνετε. Θεοί ήταν αυτοί, ό,τι ήθελαν έκαναν.
Το σπουδαιότερο για μας είναι να μάθουμε, να ξαναθυμηθούμε την πορεία αυτού του κακάσχημου πλάσματος.

Ζούσε λοιπόν στην Αρκαδία πανευτυχής. Φύλαγε κοπάδια ζώων, βοήθαγε τους κυνηγούς να βρίσκουν τα θηράματά τους και ξεφάντωνε με τις Νύμφες.

Δεν θα τον χαρακτήριζες ευγενή μα ούτε κι εργατικό τύπο. Του άρεσε το χουζούρι. Ιδιαίτερα με τον απογευματινό ύπνο είχε θέμα. Όποιος τού τον διέκοπτε, έβγαινε απ' τη σπηλιά του κραυγάζοντας τόσο δυνατά, που σηκώνονταν οι τρίχες του κεφαλιού των ενοχλητικών. 
Αυτό βέβαια, δεν πτοούσε τους Αρκάδες που όταν επέστρεφαν τα βράδυ απ' ολοήμερο κυνήγι μ' άδεια χέρια, ξέχναγαν την κακοτυχία τους μαστιγώνοντας τον καημένο Πάνα με σχίνα.

Ο Παν όμως το βιολί του ή καλύτερα τον αυλό του. Του άρεσαν οι γυναίκες.
 Αποπλάνησε κάμποσες Νύμφες, με την Ηχώ απέκτησε τον Ίυγγα. Με την τροφό των μουσών, Ευφήμη, απέκτησε τον Κρότο, τον Τοξότη των ζωδίων. Άστε που καυχιόταν πως είχε πλαγιάσει με όλες τις μεθυσμένες Μαινάδες τού Διονύσου.

Κάποτε επιχείρησε να βιάσει την αγνή Πίτυ, που του ξέφυγε επειδή μεταμορφώθηκε σε ελάτι, κι αυτός κράτησε ένα κλωνάρι του και το 'κανε στεφάνι για να στολίζει το κεφάλι του.
Ούτε η αγνή Σύριγγα δεν του ξέφυγε που την κυνήγησε από το όρος Λύκαιο μέχρι τον ποταμό Λάδωνα. Εκείνη πια, μην αντέχοντας άλλο το κυνηγητό, είδε μπροστά της καλαμιές και μεταμορφώθηκε σε... καλάμι. Ο Πάν μην μπορώντας να την ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα, έκοψε στην τύχη μερικά απ' αυτά κι έφτιαξε τη γνωστή σύριγγα τού Πανός.

Αποτέλεσμα εικόνας για σύριγγα του πανόσ
Πηγή φωτ/φίας: apeirotakia.blogspot.gr

Μα η μεγαλύτερη του επιτυχία στον έρωτα ήταν η αποπλάνηση της Σελήνης. Μεταμορφώνοντας το μαλλιαρό μαύρο γιδίσιο του κορμί -ποια γυναίκα θα δεχόταν να πλαγιάσει μ' έναν τέτοιο τύπο- σε καλοπλυμένο άσπρο μαλλί ξεγέλασε τη Σελήνη η οποία δέχθηκε να καβαλήσει τη ράχη του και να τον αφήσει να της κάνει όλα του τα κέφια.

Οι ολύμπιοι θεοί λέγεται πως τον αντιπαθούσαν για την απλοϊκότητα και την αγάπη του στο ρεμπελιό, όμως επειδή τίποτα δεν άφηναν ανεκεμετάλλευτο ο Απόλλωνας απέσπασε απ' αυτόν την τέχνη της προφητείας κι ο Ερμής αντέγραψε απ' αυτόν έναν αυλό που του είχε παραπέσει και ισχυριζόμενος ότι ήταν δική του εφεύρεση, τον πούλησε, όντας έμπορας, στον Απόλλωνα. 

Ο Παν πάντως μ' όλα αυτά ξεκουράστηκε γιατί μπορεί να έζησε ως θεός είχε την ευτυχία να πεθάνει ως θνητός...
Η είδηση τού θανάτου του δόθηκε σε κάποιον Θαμούν, ένα θαλασσινό που ταξίδευε με πλοίο για την Ιταλία και βρέθηκε κοντά στους Παξούς. Μια θεϊκή φωνή φώναξε απ΄ τα βάθη της θάλασσας: «Θαμού ακούς; Σαν φτάσεις στο Παλώδες, κοίταξε να αναγγείλεις ότι ο μέγας θεός Παν πέθανε!» Αυτό και έκανε ο Θαμούς κι η είδηση έγινε δεκτή από την παραλία με θρήνους και κοπετούς.
Πηγή ανάρτησης:ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ του Ρόμπερτ Γκρέιβς Εκδόσεις Κάκτος

Και τώρα...


ευνή (η) (αρχαιοπρ.) η κλίνη, το κρεβάτι.
[ΕΤΥΜ. αρχ. αβέβ. ετύμου. Έχει προταθεί η σύνδεση τής λ. με αρχ. ιρλ. (h)uam«σπήλαιο» και με αβεστ. una «τρύπα, ρωγμή τού εδάφους», οι οποίες δεν μας βοηθούν καθόλου, ενώ απίθανη πρέπει να θεωρηθεί η αναγωγή σε αρμ. unim «έχω, κατέχω». Η ενδιαφέρουσα άποψη ότι ευνή < ευδνά < εύδω «κοιμούμαι» προσκρούει στην έλλειψη δασύτητας τής λ. ευνή (λόγω ιων.ψιλώσεως:) και στο σύμπλεγμα -δν-, που η απλοποίησή του (δν- > -νν> -ν-) θεωρείται δύσκολη].
Γ. Μπαμπινιώτης

Σχόλια