Αλκυονίδες μέρες
Στίχοι: Θρασύβουλος Σταύρου
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Μούτσιος & Μαρία Δουράκη ( Ντουέτο )
Το τραγούδι μιλά για ένα μύθο μα κι εγώ σήμερα, ένα μύθο θα σας διηγηθώ, αυτόν της Αλκυόνης. Πάντα συγκινητικός και λίγο άδικος... Μα τι να πεις καρδούλα μου, οι αρχαίοι πίστευαν στο «Παν μέτρον άριστον»...
Σε μια πόλη της Θεσσαλίας στην Τραχίνα ζούσε ο Κήυκας. Αυτός ήταν ο βασιλιάς της πόλης. Ήταν όμορφος, ζάμπλουτος (ένεκα του αξιώματος), νέος κι ευτυχισμένος. Δεν του 'λειπε τίποτα. Όταν αποφάσισε να παντρευτεί βρήκε να πάρει την πιο όμορφη γυναίκα, την Αλκυόνη που δεν ήταν κι αυτή τυχαία. Κρατούσε από τζάκι κι ήταν η κόρη της Ενάρετης και του θεού των ανέμων του πασίγνωστου Αιόλου.
Οι μέρες τους κυλούσαν μες την ευτυχία. Τι τα θες μάτια μου, σαν είσαι νέος και δυνατός δεν φοβάσαι μήτε θεούς μήτε δαίμονες. Έτσι άρχισαν οι δυο αυτοί νέοι να νιώθουν σαν θεοί. Ο Κήυκας ένιωθε σαν τον βασιλιά των θεών, τον Δία, κι η Αλκυόνη σαν τη θεά Ήρα. Κι άρχισαν στην αρχή σαν παιχνίδι ο ένας ν' αποκαλεί τον άλλον με τα ονόματα των θεών. Μα δεν σταμάτησαν εκεί. Ζήτησαν κι απ' τους κατοίκους της πόλης τους να τους αποκαλούν μ' αυτά τα ονόματα.
Κάποια στιγμή τ' άκουσε ο Δίας κι αφηνίασε. Για την αλαζονεία τους αυτή σκέφτηκε να τους επιβάλλει τιμωρία.
Ένα πρωινό που σάλπαρε ο Κήυκας για το κοντινό νησί, ο Δίας του 'ριξε όλες τις βροντές, τις αστραπές και τις καταιγίδες στο καράβι του και το κανε συντρίμμια. Πολύ δεν ήθελε ο νέος, δεν τ' άντεξε και μάλλον χάθηκε στα πέλαγα.
Σαν έμαθε το κακό μαντάτο η Αλκυόνη δεν το πίστεψε κι έτρεξε για να τον εύρει. Μα μόνο σπασμένα σανίδια καραβιού βρήκε, τίποτα άλλο.
Η Αλκυόνη δεν σταμάτησε να κλαίει ούτε μια στιγμή κι ο Δίας την πόνεσε. Τη μεταμόρφωσε σε πουλί για να τελειώσει με το μαρτύριό της.
Σαν πουλί έγινε ένα πανέμορφο ψαροπούλι. Ζούσε στις θάλασσες κι άφηνε τα αυγά της μες το καταχείμωνο πάνω σε βράχια, περιμένοντας πάντα να εμφανιστεί ο αγαπημένος της Κήυκας. Ο Δίας πάλι την πόνεσε. Τι θεός θα ήταν αν δεν ήταν πονόψυχος. Μες στον άγριο χειμώνα της έδωσε κάποιες όμορφες, ήσυχες μέρες ώστε να μπορεί ήρεμη να κλωσάει τα αυγά της.
Αυτές οι μέρες πήραν τ' όνομά της κι Αλκυονίδες ονομάστηκαν εδώ κι εκατοντάδες χρόνια...
Οι εκδόσεις Κάκτος «Οι Ελληνικοί Μύθοι» του Ρόμπερτ Γκρέιβς στον α' τόμο στις σελίδες 183, 184, 185 μας δίνουν τη δική τους εκδοχή για τον μύθο :
Η ΑΛΚΥΟΝΗ ήταν κόρη του Αίολου, του φύλακα των ανέμων, και της Αιγιάλης. Παντρεύτηκε τον Κήυκα τον Τραχίνιο, το γιο του Εωσφόρου, του Πρωινού Άστρου, και ήταν τόσο ευτυχισμένοι ο ένας με τη συντροφιά του άλλου, ώστε εκείνη είχε την τόλμη να αποκαλεί τον εαυτό της Ήρα και εκείνον Δία. Τούτο φυσικά εξόργισε τους Ολύμπιους Δία και Ήρα, που έστειλαν έναν κεραυνό να χτυπήσει το πλοίο με το οποίο αρμένιζε ο Κήυξ πηγαίνοντας να ζητήσει συμβουλή από κάποιο μαντείο, και τον έπνιξαν. Το φάντασμά του εμφανίστηκε στην Αλκυόνη, η οποία, χωρίς καθόλου να το θέλει, είχε μείνει πίσω στην Τραχίνα, οπότε, συντριμμένη από τη λύπη της, ρίχτηκε στη θάλασσα. Κάποιος ελεήμων θεός τους μεταμόρφωσε και τους δύο σε αλκυόνες.
Τώρα, κάθε χειμώνα, η θηλυκή αλκυόνα μεταφέρει το νεκρό ταίρι της με μεγάλο θρήνο για να το θάψει, και ύστερα, από τα αγκάθια της σφύραινας, φτιάχνει μια πολύ συμπαγή φωλιά, τη ρίχνει στη θάλασσα, γεννάει μέσα εκεί τα αβγά της και τα κλωσάει για να βγουν τα πουλάκια. Όλα αυτά η αλκυόνα τα κάνει κατά τις Αλκυονίδες Ημέρες, τις επτά που προηγούνται από το χειμερινό ηλιοστάσιο και τις επτά που έπονται, ενώ ο Αίολος απαγορεύει στους ανέμους του να φυσούν πάνω από τα νερά.
Μερικοί ωστόσο λεν ότι ο Κήυξ μεταμορφώθηκε σε γλάρο.
Όποια απ' τις δυο εκδοχές του μύθου διαλέξετε, να μην ξεχνάτε να κοιτάτε προς τη θάλασσα μπας και δείτε την αλκυόνη. Κρατήστε το χέρι του συντρόφου σας γιατί είστε τυχεροί...
Αν θέλετε μπορείτε να επισκεφτείτε τη σελίδα της ελληνικής ορνιθολογικής εταιρείας για να διαβάσετε για τις ιδιαιτερότητες αυτού του πουλιού Ε Δ Ω.
Πηγή φωτογραφίας:www.ornithologiki.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου