Κι όλα ξεκίνησαν από ένα Α, Β, Γ, Δ
Μπήκα στον μαγικό κόσμο των γραμμάτων με την καθοδήγηση, την υπομονή και την αγάπη των δασκάλων και μετέπειτα των καθηγητών μου.
Ευγνωμονώ την τύχη μου που έζησα σε μέρες ειρήνης, μπόρεσα να πάω στο σχολειό κι ανέμελα να παίζω και να γελώ.
Μπόρεσα να μάθω να διαβάζω και να γράφω με κάποιες ελλείψεις, όχι όμως χωρίς νερό, χωρίς φαγητό, πρόσφυγας και να φτάνω σήμερα στο σημείο, να έχω επιλογές.
Όσα δεν μου 'μαθαν μου δίδαξαν να τα μαθαίνω μόνη μου.
Σας αφιερώνω ένα γνωστό σ' όλους μας κείμενο που δεν μπορέσαμε να το διδαχθούμε, πώς θα μπορούσαμε εξάλλου, αλλά θα μπορούσαμε να το διαβάσουμε από μόνοι μας, γιατί όλα ξεκίνησαν από ένα Α, Β, Γ, Δ.
Αφιερωμένο σε όλους εμάς που είμαστε ακόμα ελεύθεροι κι ευτυχώς ένα πολύ σοβαρό «μαράζι» μας είναι η εύρεση του έτερου ήμισυ.
Δεν θέλω σήμερα γκρίνιες. Ξέρετε εσείς για τα θέματα της κρίσης κι όλα τα συναφή.
Προτού ξεκινήσετε το διάβασμα, θέλω να με συγχωρέσετε, εσείς οι «κάποιας» ηλικίας που δεν έχω χρησιμοποιήσει τα πνεύματα, τις δασείες και τις περισπωμένες του κειμένου, όπως θα 'πρεπε, αλλά ξέρετε στο πληκτρολόγιο δεν υπάρχουν πια αυτά τα σημαδάκια!
Να με συγχωρήσουν επίσης, οι νεότεροι για τη δυσνόητη γλώσσα που ακολουθεί. Κάνετε όμως υπομονή. Είναι κι αυτά ελληνικά κι είμαι βέβαιη πως αν και δεν μπορείτε να τα καταλάβετε όλα όσα θα διαβάσετε, τα βασικά σημεία του κειμένου θα αγγίξουν την καρδούλα σας.
14. «Λοιπόν, Ερυξίμαχε» είπεν ο Αριστοφάνης «πράγματι έχω σκοπόν να ομιλήσω κάπως διαφορετικά παρ' ότι και συ και ο Παυσανίας ωμιλήσατε. Έχω δηλαδή την γνώμην, ότι η ανθρωπότης δεν έχει αντιληφθή καθόλου την σπουδαιότητα του Έρωτος. Αν την εννοούσαν, θα κατεσκεύαζαν προς τιμήν του μεγαλοπρεπέστατα ιερά και βωμούς και θυσίας θα προσέφεραν πολύ λαμπράς όχι όπως τώρα, που δεν γίνεται προς τιμήν του τίποτε, ενώ έπρεπε πρώτα απ' όλα να γίνεται.
Διότι μεταξύ των θεών είναι ο μεγαλύτερος φίλος του ανθρώπου, βοηθός αφού είναι των ανθρώπων και ιατρός δι' όλα εκείνα, με των οποίων την θεραπείαν υψίστη ευδαιμονία θα υπήρχεν εις το γένος των ανθρώπων.
Θα προσπαθήσω λοιπόν εγώ να σας παρουσιάσω την σημασίαν του και σεις πάλιν γίνετε διδάσκαλοι των άλλων.
Πρωτίστως πρέπει να καταλάβετε καλά την φύσιν του ανθρώπου και τας περιπετείας της.
Παλαιά δηλαδή ο οργανισμός μας δεν ήτον ο ίδιος, όπως τώρα ήτο διαφορετικός. Πρώτα πρώτα τα φύλα των ανθρώπων ήσαν τρία, και όχι όπως σήμερα δύο, αρσενικόν και θηλυκόν. Υπήρχεν ακόμη και ένα τρίτον, αποτελούμενον απ' αυτά τα δύο. Το όνομά του μένει ακόμη, το ίδιον όμως έχει εξαφανισθή: το αρσενικοθήλυκον. Ήτο τότε ένα ξεχωριστόν φύλον, και συνεδύαζε και εις την εμφάνισιν και εις το όνομα τα δύο άλλα, το αρσενικόν και το θηλυκόν. Τώρα δεν υπάρχει παρά μόνον ως λέξις και χρησιμοποιείται ως ύβρις.
Έπειτα ολόκληρος ο κορμός του κάθε ανθρώπου ήτο στρογγυλός και είχεν ολόγυρα ράχην και πλευράς. Είχε τέσσαρα χέρια και άλλα τόσα σκέλη, και δύο πρόσωπα επάνω εις ένα λαιμόν κυλινδρικόν, όμοια και απαράλλακτα, που έβλεπαν προς αντίστροφον το καθένα διεύθυνσιν, και ένα κρανίον επάνω από τα δύο πρόσωπα, και αυτιά τέσσαρα και διπλά γεννητικά όργανα, και όλα τ' άλλα, όπως θα ημπορούσε κανείς επί τη βάσει αυτών να φαντασθή.
Μετακινείτο δε όχι μόνον όρθιον, όπως τώρα, αν ήθελε προς την μίαν ή προς την αντίθετον διεύθυνσιν αλλά, οσάκις απεφάσιζε να τρέξη γρήγορα, όπως οι ακροβάται γυρίζουν τα πόδια προς τα επάνω σαν τροχός και κάνουν τούμπες, έτσι και τότε εστηρίζοντο και εις τα οκτώ των άκρα και μετεκινούντο πολύ γοργά περιστροφικώς.
Ο λόγος τώρα που ήσαν τρία τα φύλα και είχαν αυτήν την εμφάνισιν, είναι διότι το αρσενικόν ήτον αρχικώς του ηλίου γέννημα, το θηλυκόν της γης, της σελήνης το ανάμεικτον αφού και η σελήνη αποτελείται και από τα δύο.
Περιφερικά πάλιν ήσαν και αυτά και ο τρόπος της μετακινήσεώς των, διότι ωμοίαζαν με τους προγόνους των.
Η σωματική των δύναμις και η αντοχή των ήσαν τρομερά, και είχαν απέραντον έπαρσιν.
Τα έβαλαν μάλιστα με τους θεούς αυτό διηγείται ο Όμηρος δια τον Ώτον και τον Εφιάλτην, αναφέρεται εις εκείνους κυρίως: ετόλμησαν να κατασκευάσουν ανάβασιν προς τον ουρανόν δια να κτυπήσουν τους θεούς.
15. Ο Ζευς τότε συνεσκέπτετο με τους άλλους θεούς, τι να τους κάμουν, και δεν εύρισκαν λύσιν.
Να τους σκοτώσουν και με τους κεραυνούς να εξαφανίσουν το γένος των, όπως τους Γίγαντας, δεν τους ήρχετο η λατρεία τότε και αι θυσίαι των ανθρώπων εχάνοντο.
Ούτε πάλιν να τους ανέχωνται ν' ασχημονούν. Τέλος ύστερ' από πολλά είχεν ο Ζευς μίαν έμπνευσιν και τους λέγει: «Έχω, μου φαίνεται, ένα μέσον, ώστε και να διατηρηθή η ανθρωπότης και να παραιτηθή από την αυθάδειάν της: να γίνουν ασθενέστεροι. Επί του παρόντος» είπε «θα τους κόψω εις δύο μέρη τον καθένα έτσι θα γίνουν αφ' ενός μεν ανίσχυροι, αφ' ετέρου δε χρησιμώτεροι δι' ημάς, αφού θα είναι αριθμητικώς περισσότεροι. Θα περιπατούν δε ορθοί με τα δύο πόδια. Αν όμως αποδειχθή ότι εξακολουθούν να είναι ανυπότακτοι και δεν θέλουν να καθίσουν ήσυχα, δευτέραν φοράν», είπε, «θα τους χωρίσω και πάλιν εις δύο, ώστε να περιπατούν με το ένα σκέλος, σαν να παίζουν κουτσοπόδι». Είπε και ήρχισε να σχίζη τους ανθρώπους εις δύο, όπως αυτοί που σχίζουν τα μέσπιλα δια να διατηρήσουν, ή όπως αυτοί που σχίζουν τα αυγά με την τρίχα.
Τον καθένα που εχώριζε, ανέθετεν εις τον Απόλλωνα να του γυρίση το πρόσωπον και το ήμισυ του λαιμού προς το μέρος της τομής έτσι θα έβλεπεν ο άνθρωπος το σχίσιμόν του καιθα εγίνετο φρονιμώτερος.
Επίσης τα άλλα τον διέταξε να τα τακτοποιήση.
Πράγματι εκείνος εγύριζε το πρόσωπον και ετραυούσε το δέρμα απ' όλα τα μέρη προς το σημείον που λέγεται σήμερον κοιλία, και το έδενεν όπως τα σουρωτά πουγγιά, αφήνων ένα στόμιον εις το κέντρον της κοιλίας, αυτό που λέγουν σήμερον τον ομφαλόν. Τας ρυτίδας τας άλλας τας πρισσοτέρας τας εξωμάλυνε και διευθέτησε τα στήθη μ' ένα εργαλείον, όπως αυτό που έχουν οι τσαγγάρηδες δια να ισώνουν τα ζαρώματα των δερμάτων εις τα καλαπόδια.
Μερικάς αφήκε μόνον εκεί προς την κοιλίαν και τον ομφαλόν, να μένουν ως ενθύμιον του τι επάθαμεν κάποτε.
Μετά την διχοτόμησιν λοιπόν του οργανισμού μας αναζητούσε το καθένα το άλλο του ήμισυ και επήγαιναν μαζί.
Ετύλιγαν τότε τα χέρια των ο ένας γύρω από τον άλλον, και έτσι σφικταγκαλιασμένοι, γεμάτοι πόθον να κολλήσουν μαζί εύρισκαν τον θάνατον από την πείναν και γενικώς από την ανικανότητα προς οιανδήποτ' ενέργειαν χωρισμένοι ο ένας από τον άλλον δεν εδέχοντο τίποτε να κάμουν.
Οσάκις δε το ένα ήμισυ απέθνησκε και έμενε το άλλο, αυτό που έμενεν, εζητούσεν ένα άλλο ν' αγκαλιάση, είτε το ήμισυ γυναικός πλήρους ήτο (αυτό που ονομάζομεν σήμερον γυναίκα) είτε ανδρός- αυτό που εύρισκεν εμπρός του και έτσι εχάνοντο.
Τους ελυπήθη λοιπόν ο Ζευς και μηχανεύεται άλλο τέχνασμα: μεταφέρει τα γεννητικά των όργανα προς τα εμπρός ως τώρα τα είχαν και αυτά προς τα έξω και η γονιμοποίησις και γέννησις εγίνετο όχι μέσα των,αλλά εις το χώμα, όπως εις τα τζιτζίκια.
Τους τα μετέθεσε λοιπόν, όπως είπαμεν, προς τα εμπρός και εκανόνισεν η αναπαραγωγή να γίνεται δια μέσου των οργάνων αυτών εντός των δύο φύλων, δια του αρσενικού εντός του θηλυκού. Και τούτο με την πρόθεσιν, ώστε με το αγκάλιασμα, αν μεν τύχη και συναντηθούν άνδρας και γυναίκα, να γονιμοποιούν και έτσι ν' αναπαράγεται το είδος και αν πάλιν αρσενικόν μ' αρσενικόν, να προκαλήται επί τέλους χορτασμός της συνουσίας και να κάνουν διαλείμματα, ώστε να στραφούν προς τας εργασίας των και να φροντίσουν και δια τα υπόλοιπα ζητήματα της ζωής.
Από τόσον παλαιά λοιπόν ο έρως των ανθρώπων μεταξύ των είναι ριζωμένος εις την φύσιν των και μας συνενώνει εις την αρχικήν μας κατάστασιν, και ζητεί να κάμη και πάλιν από τα δύο ένα και να επανορθώση το πάθημα του ανθρωπίνου οργανισμού.
16. Ο καθένας μας λοιπόν είν' ένα ημίτομον ανθρώπου, σχισμένος όπως είναι από ένας εις δύο, καθώς οι γλώσσες τα ψάρια και ζητεί διαρκώς ο καθένας το άλλο του ημίτομον.
Τώρα, όσοι από τους άνδρας είν' απόκομμα από το φύλον το μεικτόν, αυτό που ωνομάζετο τότε αρσενικοθήλυκον, αυτοί είναι γυναικομανείς, και των μοιχών η πλειονότης από το φύλον αυτό κατάγονται.
Επίσης και όσαι γυναίκες είναι ανδρομανείς και άπιστοι σύζυγοι κατάγονται από το φύλον τούτο.
Αι γυναίκες πάλιν, που είναι γυναικός ολοκλήρου απόκομμα, αυταί δεν ενδιαφέρονται και πολύ δια τους άνδρας έχουν στρέψει τη προσοχή των μάλλον προς τας γυναίκας. Απ' αυτό το φύλον κατάγονται αι λεσβιάδες. Όσοι δε είναι αρσενικού απόκομμα, κυνηγούν τ' αρσενικά.
Εφ' όσον μεν είναι παιδιά, τους άνδρας αγαπούν, αρσενικού τμήμα αφού είναι, και τους ευχαριστεί να κοιμούνται και να σφικταγκαλιάζωνται με τους άνδρας μαζί.
Και είν' αυτοί οι εκλεκτοί μεταξύ των παιδιών και των εφήβων, επειδή έχουν εις την φύσιν των ανδρισμόν πολύν. Μερικοί βέβαια τους αποκαλούν αναισχύντους αλλά δεν είν' αλήθεια.
Διότι το κάνουν όχι από αναισχυντίαν, αλλ' από θάρρος και από γενναιότητα και από τον αρρενωπόν των χαρακτήρα τους ενθουσιάζει ό,τι είναι όμοιον προς την φύσιν των. Απόδειξις τρανή: όταν εξελιχθούν, είναι οι μόνοι που αποβαίνουν εις τα πολιτικά άνδρες αληθινοί.
Όταν δε γίνουν άνδρες, επιδίδονται εις την παιδεραστίαν και δεν ενδιαφέρονται δια τον γάμον και την απόκτησιν παιδιών από φυσικήν κλίσιν, αλλά μόνον επειδή είναι ικανοποιημένοι από το έθιμον οι ίδιοι είναι ικανοποιημένοι μαζί να περάσουν την ζωήν των άγαμοι. Οπωσδήποτε ο τοιούτος εξελίσσεται εις άνθρωπον γεμάτον έρωτα προς τ' αγώρια και αγάπην προς τους εραστάς του, διότι πάντοτε τον ευχαριστεί ό,τι είναι συγγενές.
Αν τύχη κάποτε μάλιστα και συναντήση το ίδιον εκείνο το πραγματικόν του ήμισυ, είτε ο παιδεραστής είτε οιοσδήποτε άλλος, τότε πλέον εξαιρετική είναι η συγκίνησις των από το αίσθημα στοργής, κοινής καταγωγής, έρωτος ούτε στιγμήν, θα έλεγα, δεν δέχονται ν' αποχωρισθούν. Αυτοί είναι, που περνούν πιστοί μεταξύ των ολόκληρον ζωήν.
Οι ίδιοι δεν θα ήσαν εις θέσιν καν να εκφράσουν, τι θέλει επί τέλους ο ένας από τον άλλον.
Διότι δεν είναι καθόλου δυνατόν να πιστευθή, ότι είναι η ερωτική απόλαυσις, και ότι επομένως χάριν αυτής ευχαριστούνται ο ένας εις του άλλου την συμβίωσιν με πάθος τόσον σφοδρόν.
Κάτι άλλο είναι μάλλον -το βλέπει κανείς- αυτό που θέλει και των δύο η ψυχή, κάτι που να εκφράση δεν ημπορεί διαισθάνεται όμως τι θέλει και το υποδηλώνει σκοτεινά.
Και αν, την ώραν που είναι πλαγιασμένοι μαζί, ήρχετο επάνω των ο Ήφαιστος με τα εργαλεία του και τους ερωτούσε. «Τι είν' αυτό που ζητείτε, άνθρωποι, ο ένας από τον άλλον;» και αν εκείνοι δεν ήξευραν τι ν' απαντήσουν, και τους ερωτούσε και πάλιν «Θέλετε μήπως αυτό; να μείνετε μαζί ο ένας με τον άλλον όσον το δυνατόν περισσότερον, ώστε και νύκτα και ημέραν να μην αποχωρίζεσθε; Αν πράγματι αυτός είναι ο πόθος σας, τότε πρόθυμος είμαι να σας χύσω και να σας σφυρηλατήσω εις ένα κομμάτι, ώστε από δύο να γίνετε αμέσως ένας, και όσον καιρόν ζήτε, να ζήτε και οι δύο σας κοινήν ζωήν ως ένας, και πάλιν όταν αποθάνετε, εκεί κάτω εις τον Άδην ένας να είσθε και όχι δύο, εις ένα ταυτόχρονον θάνατον.
Σκεφθήτε λοιπόν, αν αυτό είναι που ποθείτε, και αν θα μείνετ' ευχαριστημένοι, αν τούτο επιτύχετε».
Μόλις ακούση αυτά, ούτε ένας -είμεθα βέβαιοι- δεν θα έλεγεν όχι, ούτε θα εξεδήλωνεν άλλην επιθυμίαν αντιθέτως θα επίστευε, πως ήκουσεν απαράλλακτα ό,τι τόσον καιρόν τώρα εποθούσεν, να ενωθή και να συγχωνευθή με τον αγαπημένον του, ώστε να γίνουν ένας αντί δύο.
Η αιτία τούτου είναι, ότι αυτή ήτο η πρωταρχική μας φύσις και ότι κάποτε ήμεθα ολόκληροι.
Του ολοκλήρου λοιπόν ο πόθος και η ορμή έχει τ' όνομα έρως. Πρωτύτερα -το επαναλαμβάνω- ήμεθα εν τώρα όμως δια τας αμαρτίας μας μάς έχει διαμελίσει ο θεός, όπως οι Σπαρτιάται τους Αρκάδας.
Είναι φόβος μάλιστα, αν δεν είμεθα εύτακτοι προς τους θεούς, να μας διαμελίση και δευτέραν φοράν και να γυρίζωμεν τότε εις κατάστασιν ανάλογον με τας αναγλύφους μορφάς, που εικονίζονται κατά κρόταφον εις τας στήλας, πριονισμένοι εις το μέσον από την μύτην, εις το κατάντημα διχοτομημένου αστραγάλου.
Δια τους λόγους τούτους πρέπει ο ένας τον άλλον να συμβουλεύη, σέβας να έχη προς τους θεούς, ώστε ν' αποφύγωμεν εκείνα, να πραγματοποιήσωμεν δε τ' άλλα, καθώς ο Έρως οδηγητής μας και κυβερνήτης μας είναι.
Εναντίον αυτού κανείς να μην αντιδρά, και αντιδρά όστις επισύρει των θεών το μίσος.
Ενώ αν γίνωμεν αγαπημένοι του θεού και ειρηνεύσωμεν μαζί του, θ' ανακαλύψωμεν και θα επικοινωνήσωμεν με τους ερωμένους μας, τους πραγματικά ιδικούς μας, πράγμα το οποίον ολίγοι σήμερον κατορθώνουν. Και ας μη νομίση ο Ερυξίμαχος, δια να γελοιοποιήση την ομιλίαν μου, πως αναφέρομαι εις τον Παυσανίαν και τον Αγάθωνα δυνατόν ν' ανήκουν και αυτοί εις εκείνους και να είναι και οι δύο φύσεως αρσενικής. Αλλ' εγώ ομιλώ δι' όλους ανεξαιρέτως, άνδρας και γυναίκας, ότι μόνον κατ' αυτόν τον τρόπον το γένος μας θα επετύγχανεν ευδαιμονίαν, αν δηλαδή φθάσωμεν εις το φυσικόν του έρωτος τέλος και εύρη ο καθένας μας τον αγαπημένον, τον ιδικόν του, ώστε να επανέλθη εις την πρωταρχικήν κατάστασιν.
Και αν είναι τούτο το ιδεώδες, εκείνο που ευρίσκεται πλησιέστατα προς αυτό εις την παρούσαν κατάστασιν των πραγμάτων, είναι κατ' ανάγκην το καλύτερον. Και αυτό είναι να επιτύχη κανείς αγαπημένον, γεννημένον κατά τας προτιμήσεις του.
Τούτου τον δωρητήν θεόν αν θέλωμεν να υμνήσωμεν, τον Έρωτα δίκαιον είναι να υμνήσωμεν, ο οποίος και εις το παρόν ευεργεσίας μας προσφέρει πλήθος, ως οδηγητής προς τα συγγενείς μας φύσεις, και δια το μέλλον ελπίδας πλουσίας μας χαρίζει, εφ' όσον ημείς αποδίδομεν προς τους θεούς σεβασμόν, να μας επαναφέρη εις την αρχικής μας κατάστασιν και να μας θεραπεύση, να μας καταστήση κατ' αυτόν τον τρόπον μακαρισμένους και ευτυχείς.
«Αυτός, Ερυξίμαχε» είπεν «είναι ο λόγος μου περί του Έρωτος, διαφορετικός από τον ιδικόν σου. Και συ -σου υπέβαλα ήδη την παράκλησιν- μη ζητήσης να τον διακωμωδήσης, ώστε ν' ακούσωμεν τι θα ειπή ο καθένας από τους υπολοίπους, ή μάλλον από τους δύο διότι μόνον ο Αγάθων και ο Σωκράτης μένουν».
Απόσπασμα από το «Πλάτωνος Συμπόσιον» σε μετάφραση του Ιωάννου Συκουτρή.
14. «Λοιπόν, Ερυξίμαχε» είπεν ο Αριστοφάνης «πράγματι έχω σκοπόν να ομιλήσω κάπως διαφορετικά παρ' ότι και συ και ο Παυσανίας ωμιλήσατε. Έχω δηλαδή την γνώμην, ότι η ανθρωπότης δεν έχει αντιληφθή καθόλου την σπουδαιότητα του Έρωτος. Αν την εννοούσαν, θα κατεσκεύαζαν προς τιμήν του μεγαλοπρεπέστατα ιερά και βωμούς και θυσίας θα προσέφεραν πολύ λαμπράς όχι όπως τώρα, που δεν γίνεται προς τιμήν του τίποτε, ενώ έπρεπε πρώτα απ' όλα να γίνεται.
Διότι μεταξύ των θεών είναι ο μεγαλύτερος φίλος του ανθρώπου, βοηθός αφού είναι των ανθρώπων και ιατρός δι' όλα εκείνα, με των οποίων την θεραπείαν υψίστη ευδαιμονία θα υπήρχεν εις το γένος των ανθρώπων.
Θα προσπαθήσω λοιπόν εγώ να σας παρουσιάσω την σημασίαν του και σεις πάλιν γίνετε διδάσκαλοι των άλλων.
Πρωτίστως πρέπει να καταλάβετε καλά την φύσιν του ανθρώπου και τας περιπετείας της.
Παλαιά δηλαδή ο οργανισμός μας δεν ήτον ο ίδιος, όπως τώρα ήτο διαφορετικός. Πρώτα πρώτα τα φύλα των ανθρώπων ήσαν τρία, και όχι όπως σήμερα δύο, αρσενικόν και θηλυκόν. Υπήρχεν ακόμη και ένα τρίτον, αποτελούμενον απ' αυτά τα δύο. Το όνομά του μένει ακόμη, το ίδιον όμως έχει εξαφανισθή: το αρσενικοθήλυκον. Ήτο τότε ένα ξεχωριστόν φύλον, και συνεδύαζε και εις την εμφάνισιν και εις το όνομα τα δύο άλλα, το αρσενικόν και το θηλυκόν. Τώρα δεν υπάρχει παρά μόνον ως λέξις και χρησιμοποιείται ως ύβρις.
Έπειτα ολόκληρος ο κορμός του κάθε ανθρώπου ήτο στρογγυλός και είχεν ολόγυρα ράχην και πλευράς. Είχε τέσσαρα χέρια και άλλα τόσα σκέλη, και δύο πρόσωπα επάνω εις ένα λαιμόν κυλινδρικόν, όμοια και απαράλλακτα, που έβλεπαν προς αντίστροφον το καθένα διεύθυνσιν, και ένα κρανίον επάνω από τα δύο πρόσωπα, και αυτιά τέσσαρα και διπλά γεννητικά όργανα, και όλα τ' άλλα, όπως θα ημπορούσε κανείς επί τη βάσει αυτών να φαντασθή.
Μετακινείτο δε όχι μόνον όρθιον, όπως τώρα, αν ήθελε προς την μίαν ή προς την αντίθετον διεύθυνσιν αλλά, οσάκις απεφάσιζε να τρέξη γρήγορα, όπως οι ακροβάται γυρίζουν τα πόδια προς τα επάνω σαν τροχός και κάνουν τούμπες, έτσι και τότε εστηρίζοντο και εις τα οκτώ των άκρα και μετεκινούντο πολύ γοργά περιστροφικώς.
Ο λόγος τώρα που ήσαν τρία τα φύλα και είχαν αυτήν την εμφάνισιν, είναι διότι το αρσενικόν ήτον αρχικώς του ηλίου γέννημα, το θηλυκόν της γης, της σελήνης το ανάμεικτον αφού και η σελήνη αποτελείται και από τα δύο.
Περιφερικά πάλιν ήσαν και αυτά και ο τρόπος της μετακινήσεώς των, διότι ωμοίαζαν με τους προγόνους των.
Η σωματική των δύναμις και η αντοχή των ήσαν τρομερά, και είχαν απέραντον έπαρσιν.
Τα έβαλαν μάλιστα με τους θεούς αυτό διηγείται ο Όμηρος δια τον Ώτον και τον Εφιάλτην, αναφέρεται εις εκείνους κυρίως: ετόλμησαν να κατασκευάσουν ανάβασιν προς τον ουρανόν δια να κτυπήσουν τους θεούς.
15. Ο Ζευς τότε συνεσκέπτετο με τους άλλους θεούς, τι να τους κάμουν, και δεν εύρισκαν λύσιν.
Να τους σκοτώσουν και με τους κεραυνούς να εξαφανίσουν το γένος των, όπως τους Γίγαντας, δεν τους ήρχετο η λατρεία τότε και αι θυσίαι των ανθρώπων εχάνοντο.
Ούτε πάλιν να τους ανέχωνται ν' ασχημονούν. Τέλος ύστερ' από πολλά είχεν ο Ζευς μίαν έμπνευσιν και τους λέγει: «Έχω, μου φαίνεται, ένα μέσον, ώστε και να διατηρηθή η ανθρωπότης και να παραιτηθή από την αυθάδειάν της: να γίνουν ασθενέστεροι. Επί του παρόντος» είπε «θα τους κόψω εις δύο μέρη τον καθένα έτσι θα γίνουν αφ' ενός μεν ανίσχυροι, αφ' ετέρου δε χρησιμώτεροι δι' ημάς, αφού θα είναι αριθμητικώς περισσότεροι. Θα περιπατούν δε ορθοί με τα δύο πόδια. Αν όμως αποδειχθή ότι εξακολουθούν να είναι ανυπότακτοι και δεν θέλουν να καθίσουν ήσυχα, δευτέραν φοράν», είπε, «θα τους χωρίσω και πάλιν εις δύο, ώστε να περιπατούν με το ένα σκέλος, σαν να παίζουν κουτσοπόδι». Είπε και ήρχισε να σχίζη τους ανθρώπους εις δύο, όπως αυτοί που σχίζουν τα μέσπιλα δια να διατηρήσουν, ή όπως αυτοί που σχίζουν τα αυγά με την τρίχα.
Τον καθένα που εχώριζε, ανέθετεν εις τον Απόλλωνα να του γυρίση το πρόσωπον και το ήμισυ του λαιμού προς το μέρος της τομής έτσι θα έβλεπεν ο άνθρωπος το σχίσιμόν του καιθα εγίνετο φρονιμώτερος.
Επίσης τα άλλα τον διέταξε να τα τακτοποιήση.
Πράγματι εκείνος εγύριζε το πρόσωπον και ετραυούσε το δέρμα απ' όλα τα μέρη προς το σημείον που λέγεται σήμερον κοιλία, και το έδενεν όπως τα σουρωτά πουγγιά, αφήνων ένα στόμιον εις το κέντρον της κοιλίας, αυτό που λέγουν σήμερον τον ομφαλόν. Τας ρυτίδας τας άλλας τας πρισσοτέρας τας εξωμάλυνε και διευθέτησε τα στήθη μ' ένα εργαλείον, όπως αυτό που έχουν οι τσαγγάρηδες δια να ισώνουν τα ζαρώματα των δερμάτων εις τα καλαπόδια.
Μερικάς αφήκε μόνον εκεί προς την κοιλίαν και τον ομφαλόν, να μένουν ως ενθύμιον του τι επάθαμεν κάποτε.
Μετά την διχοτόμησιν λοιπόν του οργανισμού μας αναζητούσε το καθένα το άλλο του ήμισυ και επήγαιναν μαζί.
Ετύλιγαν τότε τα χέρια των ο ένας γύρω από τον άλλον, και έτσι σφικταγκαλιασμένοι, γεμάτοι πόθον να κολλήσουν μαζί εύρισκαν τον θάνατον από την πείναν και γενικώς από την ανικανότητα προς οιανδήποτ' ενέργειαν χωρισμένοι ο ένας από τον άλλον δεν εδέχοντο τίποτε να κάμουν.
Οσάκις δε το ένα ήμισυ απέθνησκε και έμενε το άλλο, αυτό που έμενεν, εζητούσεν ένα άλλο ν' αγκαλιάση, είτε το ήμισυ γυναικός πλήρους ήτο (αυτό που ονομάζομεν σήμερον γυναίκα) είτε ανδρός- αυτό που εύρισκεν εμπρός του και έτσι εχάνοντο.
Τους ελυπήθη λοιπόν ο Ζευς και μηχανεύεται άλλο τέχνασμα: μεταφέρει τα γεννητικά των όργανα προς τα εμπρός ως τώρα τα είχαν και αυτά προς τα έξω και η γονιμοποίησις και γέννησις εγίνετο όχι μέσα των,αλλά εις το χώμα, όπως εις τα τζιτζίκια.
Τους τα μετέθεσε λοιπόν, όπως είπαμεν, προς τα εμπρός και εκανόνισεν η αναπαραγωγή να γίνεται δια μέσου των οργάνων αυτών εντός των δύο φύλων, δια του αρσενικού εντός του θηλυκού. Και τούτο με την πρόθεσιν, ώστε με το αγκάλιασμα, αν μεν τύχη και συναντηθούν άνδρας και γυναίκα, να γονιμοποιούν και έτσι ν' αναπαράγεται το είδος και αν πάλιν αρσενικόν μ' αρσενικόν, να προκαλήται επί τέλους χορτασμός της συνουσίας και να κάνουν διαλείμματα, ώστε να στραφούν προς τας εργασίας των και να φροντίσουν και δια τα υπόλοιπα ζητήματα της ζωής.
Από τόσον παλαιά λοιπόν ο έρως των ανθρώπων μεταξύ των είναι ριζωμένος εις την φύσιν των και μας συνενώνει εις την αρχικήν μας κατάστασιν, και ζητεί να κάμη και πάλιν από τα δύο ένα και να επανορθώση το πάθημα του ανθρωπίνου οργανισμού.
16. Ο καθένας μας λοιπόν είν' ένα ημίτομον ανθρώπου, σχισμένος όπως είναι από ένας εις δύο, καθώς οι γλώσσες τα ψάρια και ζητεί διαρκώς ο καθένας το άλλο του ημίτομον.
Τώρα, όσοι από τους άνδρας είν' απόκομμα από το φύλον το μεικτόν, αυτό που ωνομάζετο τότε αρσενικοθήλυκον, αυτοί είναι γυναικομανείς, και των μοιχών η πλειονότης από το φύλον αυτό κατάγονται.
Επίσης και όσαι γυναίκες είναι ανδρομανείς και άπιστοι σύζυγοι κατάγονται από το φύλον τούτο.
Αι γυναίκες πάλιν, που είναι γυναικός ολοκλήρου απόκομμα, αυταί δεν ενδιαφέρονται και πολύ δια τους άνδρας έχουν στρέψει τη προσοχή των μάλλον προς τας γυναίκας. Απ' αυτό το φύλον κατάγονται αι λεσβιάδες. Όσοι δε είναι αρσενικού απόκομμα, κυνηγούν τ' αρσενικά.
Εφ' όσον μεν είναι παιδιά, τους άνδρας αγαπούν, αρσενικού τμήμα αφού είναι, και τους ευχαριστεί να κοιμούνται και να σφικταγκαλιάζωνται με τους άνδρας μαζί.
Και είν' αυτοί οι εκλεκτοί μεταξύ των παιδιών και των εφήβων, επειδή έχουν εις την φύσιν των ανδρισμόν πολύν. Μερικοί βέβαια τους αποκαλούν αναισχύντους αλλά δεν είν' αλήθεια.
Διότι το κάνουν όχι από αναισχυντίαν, αλλ' από θάρρος και από γενναιότητα και από τον αρρενωπόν των χαρακτήρα τους ενθουσιάζει ό,τι είναι όμοιον προς την φύσιν των. Απόδειξις τρανή: όταν εξελιχθούν, είναι οι μόνοι που αποβαίνουν εις τα πολιτικά άνδρες αληθινοί.
Όταν δε γίνουν άνδρες, επιδίδονται εις την παιδεραστίαν και δεν ενδιαφέρονται δια τον γάμον και την απόκτησιν παιδιών από φυσικήν κλίσιν, αλλά μόνον επειδή είναι ικανοποιημένοι από το έθιμον οι ίδιοι είναι ικανοποιημένοι μαζί να περάσουν την ζωήν των άγαμοι. Οπωσδήποτε ο τοιούτος εξελίσσεται εις άνθρωπον γεμάτον έρωτα προς τ' αγώρια και αγάπην προς τους εραστάς του, διότι πάντοτε τον ευχαριστεί ό,τι είναι συγγενές.
Αν τύχη κάποτε μάλιστα και συναντήση το ίδιον εκείνο το πραγματικόν του ήμισυ, είτε ο παιδεραστής είτε οιοσδήποτε άλλος, τότε πλέον εξαιρετική είναι η συγκίνησις των από το αίσθημα στοργής, κοινής καταγωγής, έρωτος ούτε στιγμήν, θα έλεγα, δεν δέχονται ν' αποχωρισθούν. Αυτοί είναι, που περνούν πιστοί μεταξύ των ολόκληρον ζωήν.
Οι ίδιοι δεν θα ήσαν εις θέσιν καν να εκφράσουν, τι θέλει επί τέλους ο ένας από τον άλλον.
Διότι δεν είναι καθόλου δυνατόν να πιστευθή, ότι είναι η ερωτική απόλαυσις, και ότι επομένως χάριν αυτής ευχαριστούνται ο ένας εις του άλλου την συμβίωσιν με πάθος τόσον σφοδρόν.
Κάτι άλλο είναι μάλλον -το βλέπει κανείς- αυτό που θέλει και των δύο η ψυχή, κάτι που να εκφράση δεν ημπορεί διαισθάνεται όμως τι θέλει και το υποδηλώνει σκοτεινά.
Και αν, την ώραν που είναι πλαγιασμένοι μαζί, ήρχετο επάνω των ο Ήφαιστος με τα εργαλεία του και τους ερωτούσε. «Τι είν' αυτό που ζητείτε, άνθρωποι, ο ένας από τον άλλον;» και αν εκείνοι δεν ήξευραν τι ν' απαντήσουν, και τους ερωτούσε και πάλιν «Θέλετε μήπως αυτό; να μείνετε μαζί ο ένας με τον άλλον όσον το δυνατόν περισσότερον, ώστε και νύκτα και ημέραν να μην αποχωρίζεσθε; Αν πράγματι αυτός είναι ο πόθος σας, τότε πρόθυμος είμαι να σας χύσω και να σας σφυρηλατήσω εις ένα κομμάτι, ώστε από δύο να γίνετε αμέσως ένας, και όσον καιρόν ζήτε, να ζήτε και οι δύο σας κοινήν ζωήν ως ένας, και πάλιν όταν αποθάνετε, εκεί κάτω εις τον Άδην ένας να είσθε και όχι δύο, εις ένα ταυτόχρονον θάνατον.
Σκεφθήτε λοιπόν, αν αυτό είναι που ποθείτε, και αν θα μείνετ' ευχαριστημένοι, αν τούτο επιτύχετε».
Μόλις ακούση αυτά, ούτε ένας -είμεθα βέβαιοι- δεν θα έλεγεν όχι, ούτε θα εξεδήλωνεν άλλην επιθυμίαν αντιθέτως θα επίστευε, πως ήκουσεν απαράλλακτα ό,τι τόσον καιρόν τώρα εποθούσεν, να ενωθή και να συγχωνευθή με τον αγαπημένον του, ώστε να γίνουν ένας αντί δύο.
Η αιτία τούτου είναι, ότι αυτή ήτο η πρωταρχική μας φύσις και ότι κάποτε ήμεθα ολόκληροι.
Του ολοκλήρου λοιπόν ο πόθος και η ορμή έχει τ' όνομα έρως. Πρωτύτερα -το επαναλαμβάνω- ήμεθα εν τώρα όμως δια τας αμαρτίας μας μάς έχει διαμελίσει ο θεός, όπως οι Σπαρτιάται τους Αρκάδας.
Είναι φόβος μάλιστα, αν δεν είμεθα εύτακτοι προς τους θεούς, να μας διαμελίση και δευτέραν φοράν και να γυρίζωμεν τότε εις κατάστασιν ανάλογον με τας αναγλύφους μορφάς, που εικονίζονται κατά κρόταφον εις τας στήλας, πριονισμένοι εις το μέσον από την μύτην, εις το κατάντημα διχοτομημένου αστραγάλου.
Δια τους λόγους τούτους πρέπει ο ένας τον άλλον να συμβουλεύη, σέβας να έχη προς τους θεούς, ώστε ν' αποφύγωμεν εκείνα, να πραγματοποιήσωμεν δε τ' άλλα, καθώς ο Έρως οδηγητής μας και κυβερνήτης μας είναι.
Εναντίον αυτού κανείς να μην αντιδρά, και αντιδρά όστις επισύρει των θεών το μίσος.
Ενώ αν γίνωμεν αγαπημένοι του θεού και ειρηνεύσωμεν μαζί του, θ' ανακαλύψωμεν και θα επικοινωνήσωμεν με τους ερωμένους μας, τους πραγματικά ιδικούς μας, πράγμα το οποίον ολίγοι σήμερον κατορθώνουν. Και ας μη νομίση ο Ερυξίμαχος, δια να γελοιοποιήση την ομιλίαν μου, πως αναφέρομαι εις τον Παυσανίαν και τον Αγάθωνα δυνατόν ν' ανήκουν και αυτοί εις εκείνους και να είναι και οι δύο φύσεως αρσενικής. Αλλ' εγώ ομιλώ δι' όλους ανεξαιρέτως, άνδρας και γυναίκας, ότι μόνον κατ' αυτόν τον τρόπον το γένος μας θα επετύγχανεν ευδαιμονίαν, αν δηλαδή φθάσωμεν εις το φυσικόν του έρωτος τέλος και εύρη ο καθένας μας τον αγαπημένον, τον ιδικόν του, ώστε να επανέλθη εις την πρωταρχικήν κατάστασιν.
Και αν είναι τούτο το ιδεώδες, εκείνο που ευρίσκεται πλησιέστατα προς αυτό εις την παρούσαν κατάστασιν των πραγμάτων, είναι κατ' ανάγκην το καλύτερον. Και αυτό είναι να επιτύχη κανείς αγαπημένον, γεννημένον κατά τας προτιμήσεις του.
Τούτου τον δωρητήν θεόν αν θέλωμεν να υμνήσωμεν, τον Έρωτα δίκαιον είναι να υμνήσωμεν, ο οποίος και εις το παρόν ευεργεσίας μας προσφέρει πλήθος, ως οδηγητής προς τα συγγενείς μας φύσεις, και δια το μέλλον ελπίδας πλουσίας μας χαρίζει, εφ' όσον ημείς αποδίδομεν προς τους θεούς σεβασμόν, να μας επαναφέρη εις την αρχικής μας κατάστασιν και να μας θεραπεύση, να μας καταστήση κατ' αυτόν τον τρόπον μακαρισμένους και ευτυχείς.
«Αυτός, Ερυξίμαχε» είπεν «είναι ο λόγος μου περί του Έρωτος, διαφορετικός από τον ιδικόν σου. Και συ -σου υπέβαλα ήδη την παράκλησιν- μη ζητήσης να τον διακωμωδήσης, ώστε ν' ακούσωμεν τι θα ειπή ο καθένας από τους υπολοίπους, ή μάλλον από τους δύο διότι μόνον ο Αγάθων και ο Σωκράτης μένουν».
Απόσπασμα από το «Πλάτωνος Συμπόσιον» σε μετάφραση του Ιωάννου Συκουτρή.
Πηγή φωτ/φίας: www.biblionet.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου