Ρόφημα ή καραμέλες για τον βήχα

Παλιά ανάρτηση αλλά πραγματικά πολύ χρήσιμη τώρα που άρχισε ο λαιμός να διαμαρτύρεται.
Διαβάστε την για να μην ξαναπονέσετε ΕΔΩ

Ευχαριστώ πολύ την Άντα που μου την υπενθύμισε! 

Και τώρα...


κορδακίζω κ. κορδακίζομαι ρ. αμετβ. [κορδακίστηκα] (αρχαιοπρ) ντύνομαι και συμπεριφέρομαι με τρόπο άσεμνο και προκλητικό, ανέχθηκαν τον υιό να κορδακίζεται αναιδώς μπροστά στους επισκέπτες  ΣΥΝ. ασχημονώ. - κορδακισμός (ο)
[ΕΤΥΜ.μτγν.<αρχ. κόρδαξ, αρχαίος άσεμνος χορός, δωρ. όρος, αγν. ετύμου. Έχουν προταθεί συνδέσεις τής λ. με σανσκρ.kürdati «πηδώ», καθώς και με το ρ. κραδαίνω. Ίσως να πρόκειται για μη Ι.Ε. δάνειο].
Γ. Μπαμπινιώτης

Σχόλια